- προηγαγον
- προήγαγονaor. 2 к προάγω См. προαγω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προήγαγον — προάγω lead forward aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) προήγαγον , προάγω lead forward aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιριαστής — ἑταιριαστὴς και ἑταιριστής, ὁ (Μ) [εταιριάζω] στον πληθ. ἑταιριασταί επίθ. που δόθηκε στους χριστιανούς και τους μωαμεθανούς («ὅτι ἑταῑρον Θεῷ προήγαγον, λέγοντες εἶναι τὸν Χριστὸν υἱὸν τοῡ θεοῡ», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek